- λείμματα
- λεί̱μματα , λεῖμμαremnantneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είμμα — το (Α λεῑμμα, ατος) [λείπω] υπόλοιπο, υπόλειμμα («ὁρᾷ τοῡ παιδὸς τὰ λείμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. μουσ. η μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων 2. (στη ρυθμική) η ελάχιστη ανάπαυλα 3. ιατρ. διάλειψη, διακοπή τού πυρετού 4.… … Dictionary of Greek